Οι Αμερικανοί διαφημιστές, αρκετοί εκ των οποίων υπήρξαν πρώην
έμμισθοι κρατικοί προπαγανδιστές, αξιοποίησαν και μετεξέλιξαν τις
τεχνικές της προπαγάνδας για την προώθηση μιας σειράς καταναλωτικών προϊόντων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που είχε εθιστεί στην τηλεόραση. Άλλωστε και ο κινηματογράφος, με την μαγική δύναμη της εικόνας, είχε
προ πολλού δημιουργήσει το κατάλληλο έδαφος: «Τι υπέροχο
εργαλείο προπαγάνδας για την πώληση προϊόντων κάθε είδους!»,
είχε αποφανθεί για την δύναμη του κινηματογράφου ο Ζορζ Μελιές,
ήδη από το μακρινό 1898.
Σε αντίθεση πάντως με τον κινηματογράφο, που ήταν μια κοινωνική συνήθεια, η τηλεόραση εισχωρούσε στα άδυτα της ιδιωτικότητας,
μέσα στον ίδιο τον σπίτι του τηλεθεατή-καταναλωτή και τον «εκτελούσε
εκ του συστάδην». Όπως γράφει ο Νόαμ Τσόμσκι: «Ο καθένας μόνος
του μπροστά στην τηλεόραση και να του τρυπούν το μυαλό με το
μήνυμα που λέει πως η μόνη αξία στη ζωή είναι να έχει όλο
και περισσότερα εμπορεύματα ή να ζει όπως η πλούσια οικογένεια
της μεσαίας τάξης που βλέπει στην τηλεόραση και να έχει τέτοιες
‘’ευγενικές αξίες’’, όπως η αρμονία και ο αμερικανισμός.
Όλα αυτά είναι η ζωή;»
Όταν το 1947 οι τηλεοπτικές διαφημίσεις εισχώρησαν για πρώτη
φορά στην νεότευκτη αμερικανική τηλεόραση, κανείς δεν μπορούσε
να προβλέψει την εκρηκτική εξέλιξη που θα ακολουθούσε.
Λίγοι μπορούσαν να φανταστούν την καταπληκτική ευκαιρία,
η οποία ανοίγονταν στους διαφημιστές και στις επιχειρήσεις που εκπροσωπούσαν, για να διαμορφώσουν και να υποτάξουν
τις καταναλωτικές συνήθειες του πλουσιότερου λαού στον κόσμο.
Ενός λαού που απέκτησε στη συνέχεια τη βδελυρή ικανοποίηση ενός γουρουνιού που κυλιέται μέσα στα τηλεοπτικά μικροαστικά κατακάθια
μιας κοινωνίας παραδομένης άνευ όρων στην κατανάλωση.
Αιχμαλωτίζοντας την προσοχή του κοινού η τηλεόραση ομογενοποίησε
τις δομές και τις αισθητικές μορφές που χρησιμοποιούσε η αμερικανική κοινωνία, προσαρμόζοντας τες στις κυρίαρχες επιθυμίες των επιχειρή-
σεων, οι οποίες στόχευαν αποκλειστικά στην μεγέθυνση των κερδών
μέσω των μαζικών πωλήσεων.
Ως εργαλείο προώθησης της κυρίαρχης τάσης η τηλεόραση υπέταξε
τους δημιουργούς και, αποκλείοντας τους πιο «ευαίσθητους»
από αυτούς, καταπολέμησε την ιδιαιτερότητα προωθώντας ομοιογενή
και μαζικά καταναλωτικά πρότυπα. Το αποτέλεσμα ήταν η διαμόρφωση
ενός ομοιογενούς κοπαδιού καταναλωτών, μια μάζα φρενιασμένων καταναλωτών, που κατευθύνονται από εφήμερες μόδες και τάσεις που προωθούνται από τις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Έτσι, οι Αμερικανοί
και στην συνέχεια όλοι οι πλούσιοι λαοί της Δύσης, υποβιβάστηκαν
από ανθρώπινα όντα με ζωή σε καταναλωτές με Life Style.
Υποβιβάστηκαν σε «κατατεμαχισμένες υπάρξεις», καθώς
η υπεραφθονία των αγαθών αποσπά την προσοχή, σπαταλά
την ενέργεια και εξασθενεί την ικανότητα να ελέγχει κανείς της ζωή του.
Παρασυνειδησιακές εικόνες- «νοητικά παράσιτα»
Ο μέσος Αμερικανός σφυροκοπείται ανελέητα από τηλεοπτικές
διαφημίσεις σε σημείο ώστε το φαντασιακό του να κυριαρχείται
από ήρωες τηλεοπτικών σποτ και το μυαλό του να έχει πλημμυρίσει
από «νοητικά παράσιτα», τα οποία του προκαλούν εθισμό
στην κατανάλωση.
Υπολογίζεται πως μέχρι την ηλικία των 18 ετών ένας κάτοικος της Νέας Υόρκης στις αρχές του 21ου αιώνα είχε παρακολουθήσει στην τηλεόραση 350.000 διαφημιστικά σποτ, τα οποία και του έχουν δημιουργήσει
μια ψυχαναγκαστική παρόρμηση να καταναλώνει ένα πλήθος άχρηστων πραγμάτων.
Οι τηλεοπτικές σειρές στην Αμερική, παθαίνουν συχνά ένα είδος «αφηγηματικού λόξιγκα», προκειμένου ν’ αφήσουν περιθώριο για ομοβροντίες διαφημίσεων κατά των θεατών. Τα τηλεοπτικά σποτ, που απευθύνονται στα παιδιά, είναι κίνηση «Σαχ-Ματ» εκ μέρους των διαφημιστικών εταιριών, καθώς τα παιδιά δεν διαθέτουν κανενός είδους άμυνας απέναντι στα διαφημιστικά μηνύματα. Συνήθως αντιλαμβάνονται τις διαφημίσεις ως αληθινές και όχι ως σκηνοθετημένες.
Επίσης στον παρθενικό εγκέφαλό των παιδιών τα διαφημιστικά
μηνύματα εντυπώνονται για πάντα.
Οι διαφημιστικές τεχνικές έχουν ως στόχο τον εγκλωβισμό της προσοχής
του υποψήφιου καταναλωτή. Με μια «αιχμαλωτισμένη προσοχή»
ο καταναλωτής έχει την μνήμη του εκτεθειμένη στην εγγραφή του διαφημιστικού μηνύματος. Υπάρχουν βεβαίως και οι αόρατες
ασυνείδητες διαφημίσεις που είναι και οι πιο ύπουλες.
Οι διαφημίσεις αυτές μπορεί να γίνουν με εικόνες-νοητικά παράσιτα,
που παρεμβάλλονται ταχύτατα στην προβολή μιας ταινίας, έτσι ώστε
το μάτι να μην μπορεί ν’ αντιληφθεί την ύπαρξη τους, την στιγμή που
ο εγκέφαλος λαμβάνει ασυνείδητα την πληροφορία.
Advertising Virus: διαφημιστικοί «ιοί»
Εκτός από τις εικόνες-παράσιτα οι διαφημιστικές επιχειρήσεις
προχώρησαν ένα βήμα πιο πέρα κατασκευάζοντας κι εξαπολύοντας
τους λεγόμενους «διαφημιστικούς ιούς» (Advertising Virus).
Οι «διαφημιστικοί ιοί» είναι εξειδικευμένα πακέτα πληροφορίας
που στοχεύουν σε κομβικά άτομα μιας ομάδας π.χ. στα πιο δημοφιλή
άτομα-πρότυπα μιας παρέας, τα οποία και καθιστούν «φορείς»
μετάδοσης των καταναλωτικών συνηθειών που επιδιώκει
η βιομηχανία της κατανάλωσης.
Στο μανιφεστιακό της βιβλίο No Logo, η συγγραφέας Ναόμι Κλάιν
περιέγραψε την μονοπωλιακή μέθοδο των πολυεθνικών εταιρειών: «Ό,τι μετρά πραγματικά είναι μόνον η πολιτιστική ταυτότητα της μάρκας,
η οποία αναπτύσσει μια ληστρική σχέση με τους καταναλωτές μέχρι
να τους κάνει εξαρτημένους από αυτή. Για να πουλήσουν
ακόμη περισσότερο, οι πολυεθνικές σφετερίζονται τις ιδέες μας
και τις επαναπροωθούν μέσα από τις διαφημίσεις».
Οι διαφημιστές προτιμούν να πουλούν και όνειρα μαζί με επώνυμα
προϊόντα (brands). Έτσι η Coca Cola είναι «στιγμές ζωής»
και ο Nescafe «ατέλειωτη ευχαρίστηση». Οι διαφημιστές –αυτοί οι «καλλιτέχνες» που συντονίζονται με τις διαθέσεις του εγκεφάλου του
κοινού τους– εκμεταλλεύονται τις ενδόμυχες επιθυμίες, την ματαιοδοξία, την απληστία και τα τρελά όνειρα του μέσου ανθρώπου, προκειμένου
να τον εξαπατήσουν, να τον παραπλανήσουν και να του πουλήσουν οτιδήποτε άχρηστο καταναλωτικό προϊόν είναι σε θέση να αγοράσει.
Όλα αυτά βέβαια με πολύ έξυπνες, μελετημένες, προσεκτικές και μινιμαλιστικές διαφημίσεις. Έτσι οι διαφημίσεις καταλήγουν μικρά
«έργα τέχνης» –εξού και η μανία με τις «Νύχτες των Διαφημιστοφάγων»– με το απαραίτητο «happy end:
την ανακάλυψη του θαυματουργού προϊόντος το οποίο μας
οδηγεί στην ευτυχία» (Ιγνάσιο Ραμονέ).
Αυτό που επιδιώκουν οι διαφημιστές είναι η αποτύπωση των προϊόντων
που προωθούν σ’ ένα μικρό τμήμα του εγκεφάλου των υποψήφιων καταναλωτών. Η μάρκα του προϊόντος πρέπει να εντυπωθεί στην μνήμη
του καταναλωτή, ώστε αυτός να λειτουργήσει παβλοφιανά όταν δει
το προϊόν αυτό στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Κι αυτό επιτυγχάνεται
με την συχνότητα επανάληψης και έντασης διαφημιστικού μηνύματος.
Όπως έλεγε και ο Άλντους Χάξλεϊ:
«Εξήντα χιλιάδες επαναλήψεις κάνουν την αλήθεια».
Memes και Μιμητική
Εκτός από τους «διαφημιστικούς ιούς» οι προπαγανδιστικοί
και διαφημιστικοί μηχανισμοί χρησιμοποιούν και την νέα επιστήμη της Μιμητικής (memetics), ως εργαλείο ερμηνείας της διασποράς της λαϊκής κουλτούρας και διαμόρφωσης του μελλοντικού μάρκετινγκ.
Αν στο μυαλό σας έχει αποτυπωθεί οποιοδήποτε διαφημιστικό σποτ ή αν ακολουθείτε άθελα σας τα ρεύματα της μόδας, τότε ίσως έχετε έρθει σε απροσδόκητη επαφή μ’ ένα μιμ (meme). Επινοημένο από τον ζωολόγο Richard Dawkins, συγγραφέα του αμφιλεγόμενου βιβλίο Το Εγωιστικό
Γονίδιο (1976) το μιμ (κάτι ανάλογο με το γονίδιο) είναι μια πολιτιστική μονάδα πληροφορίας, μια «νοητική οντότητα», που έχει την ιδιότητα
να αυτοαναπαράγεται χρησιμοποιώντας τον ανθρώπινο εγκέφαλο
ως ξενιστή.
Ο Richard Dawkins επινόησε την λέξη μιμ συνδυάζοντας δύο ελληνικές λέξεις: την λέξη μνήμη (memory) και την λέξη μίμηση (mimesis).
Ο Dawkins ορίζει το μιμ ως εξής: «Μίμ είναι ένα μεταδοτικό σχήμα πληροφορίας που αναπαραγάγεται με παρασιτική μόλυνση
των ανθρώπινων εγκεφάλων και αλλάζει τις συμπεριφορές τους,
κάνοντας τους να εκπέμψουν κι αυτοί το ίδιο σχήμα πληροφορίας.
Τα σλόγκαν, οι έξυπνες εκφράσεις, οι μελωδίες, οι εικόνες,
οι εφευρέσεις και οι μόδες είναι τυπικά μιμς. Μια ιδέα ή ένα σχήμα
δεν είναι μιμ μέχρι να αναγκάσει κάποιον να την αναπαράγει
με οποιοδήποτε τρόπο, να την επαναλάβει και να μολύνει έτσι κάποιον
άλλον εγκέφαλο. Κάθε μεταδιδόμενη γνώση είναι μιμητική».
Τα μιμς μεταπηδούν από μυαλό σε μυαλό μέσω μιας διαδικασίας
που ονομάζουμε μίμηση (memesis). Σύμφωνα με τον δρ. Don Beck
«τα μιμ είναι κρυφά σχήματα εντός της ροής και του
αναβρασμού της κουλτούρας μας». Στη δεκαετία του 1980,
με την ανάπτυξη και της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence), δημιουργήθηκε κι ο νέος επιστημονικός κλάδος της Μιμητικής.
Η μιμητική μηχανική, χάρη στους σχεδιαστές των «πολιτιστικών ιών», εφαρμόζεται ήδη στην διάδοση της κουλτούρας αλλά και της θρησκείας,
όπως κατέδειξε και ο Richard Brodie στο βιβλίο του Virus of the Mind
(1996). Ο συγγραφέας, πρώην ανώτερο στέλεχος της Microsoft,
υποστηρίζει πως έγραψε το βιβλίο του για να «εξηγήσει στο
ανυποψίαστο κοινό πως λειτουργεί ήδη η μιμητική μηχανική».
Σκλάβοι της διαφήμισης και της προπαγάνδας.
Η θεωρία της Μιμητικής εξηγεί πως κυριαρχεί σε μαζικό επίπεδο ένα κοινωνικο-πολιτικό ρεύμα (π.χ. η υστερία του τέλους της χιλιετίας) και ταυτόχρονα μια πολιτιστική σημειολογία, η οποία επιτρέπει
τους μαρκετίστες να στοχεύσουν το κατάλληλο αγοραστικό κοινό τους.
Ο Neil Stephenson, στην κυβερνοπάνκ σάτιρα του Snowcrash (1995), διακωμωδεί πολλές τάσεις του μάρκετινγκ στην σύγχρονη αμερικανική κοινωνία, διαγράφοντας ένα μέλλον όπου το μυαλό θα καταλήξει πεδίο
μάχης μιας παγκόσμιας αλυσίδας εμπορίου: «Οι ειδικοί των αγορών
μπορούν πλέον να εξαπολύσουν σε πλήρη έκταση σχεδιασμένους “εγκεφαλικούς ιούς” προκειμένου να προωθήσουν τις διαφημίσεις τους.
Το αποτέλεσμα είναι τρομακτικό και απρόβλεπτο: οι άνθρωποι μπορούν κυριολεκτικά να σκλαβωθούν στις διαφημιστικές εταιρείες…
Οι πληροφοριακοί ξενιστές, όπως τα ταμπλόιντ μίντια,
η καλωδιακή τηλεόραση και το Ίντερνετ είναι ιδανικά μέσα
για την διάδοση τους πάνω σε ανυποψίαστους πληθυσμούς».
Meme-«Δούρειος Ίππος»
Μια από τις πιο συνηθισμένες διαφημιστικές τεχνικές είναι
η χρησιμοποίηση ενός μιμ-«Δούρειου Ίππου», το οποίο είναι
πακεταρισμένο μέσα άλλα σε λιγότερο ελκυστικά μιμς.
Χρησιμοποιώντας την επανάληψη καταφέρνουν να εμφυτεύσουν
το βασικό μιμ στο μυαλό σας μέχρι να σας γίνει οικείο και τμήμα του «προγραμματισμού» σας.
Κατόπιν αυτό απελευθερώνεται και αναπαράγεται, κατευθύνοντας
τελικά την καταναλωτική σας συμπεριφορά.
Είναι γνωστό πως τα διαφημιζόμενα προϊόντα μπορεί να στοιχίζουν
ακόμη και διπλά απ’ ότι τα υπόλοιπα, αλλά στο τέλος οι καταναλωτές
θα τα αγοράσουν. Η πραγματική αξία ενός διαφημιζόμενου προϊόντος
είναι η μισή από αυτή με την οποία πωλείται στην αγορά. Τα επιπλέον χρήματα πηγαίνουν στις διαφημιστικές εταιρείες, στους “γενίτσαρους-επιστήμονες” που εργάζονται γι’ αυτές, και στα τηλεοπτικά σποτ που διασπείρουν όλο και πιο διεισδυτικά τους «νοητικούς ιούς», οι οποίοι κυριολεκτικά αναλαμβάνουν τον έλεγχο του μυαλού μας και μας ωθούν να παραφουσκώσουμε με χρέη τις πιστωτικές μας κάρτες.
Η μάχη για το μυαλό μας
Το μυαλό του μέσου ανθρώπου είναι ένα «στραγγισμένο
σφουγγάρι»,που ρουφά άκριτα κατασκευασμένες πληροφορίες
και νοητικά παράσιτα, τα οποία και το καθιστούν ανίκανο να
ελέγξει τη ζωή του, άρα εύκολο στη χειραγώγηση.
Είναι ένα νέο πεδίο μάχης στο οποίο διεξάγεται ήδη ένας αόρατος
πόλεμος για το έλεγχο του μέλλοντος.
Πρόκειται για τον πρώτο αναίμακτο παγκόσμιο πόλεμο στην ιστορία
της ανθρωπότητας. Έναν πόλεμο που διεξάγεται όχι στα παραδοσιακά
πεδία των μαχών, αλλά ταυτόχρονα μέσα στα ηλεκτρονικά δίκτυα, στις κονσόλες των υπολογιστών, στις ενοποιημένες χρηματαγορές, στα ΜΜΕ,
στα ράφια των σούπερ μάρκετ, μέσα στο σώμα μας και, κυρίως, μέσα
στο μυαλό μας.
Χρησιμοποιούνται επιδέξια κομβικοί άνθρωποι, «δεξαμενές σκέψης», πληροφορίες και fake news που δρουν ως “Σιωπηλά Όπλα”,
«νοητικοί ιοί» και σκόπιμα διοχετευμένες ροές πληροφοριών,
για να προκληθεί διανοητική σύγχυση και υπνωτική ευχαρίστηση
στις στοχευόμενες μάζες, ώστε να ξεχάσουν την επερχόμενη
βελούδινη σκλαβιά τους.
Αμείλικτο συμπέρασμα:
ο εγκέφαλος μας είναι το επόμενο πεδίο μάχης.
Αντικείμενο διεκδίκησης είναι η διάθεσή μας.
Πρέπει να μεταστραφεί, ώστε γίνει ευνοϊκή προς προϊόντα,
πολιτικές και ιδέες, που σε τελική ανάλυση στρέφονται εναντίον
του ίδιου μας του εαυτού.
Πρέπει να συμφιλιωθεί με την ιδέα της υποταγής
χωρίς αντίρρηση -πάντα για το “δικό μας καλό”, υποτίθεται.
0 Σχόλια